- ἐφεσσάμενος
- ἐφέσσαι, ἔφεσσαι, ἐφέσσεσθαι, ἐφεσσάμενος: see ἐφεῖσα.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἐφεσσάμενος — ἐφίζω set upon aor part mid masc nom sg ἐπιέννυμι put on besides aor part mid masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφίζω — ἐφίζω και δωρ. τ. ἐφίσδω (Α) 1. βάζω κάποιον να καθίσει («γούνασιν οἶσιν ἐφεσσάμενος» αφού μέ κάθισε στα γόνατα, Ομ. Οδ.) 2. αποκαθιστώ, επανατάσσω εξάρθρωση 3. (αμτβ.) κάθομαι 4. κάθομαι πάνω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἵζω «καθίζω»] … Dictionary of Greek